Θεοδότου Ἱερομάρτ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Άγιος Θεόδοτος καταγόταν από την Άγκυρα της Γαλατίας και ήταν έμπορος σιτηρών και συγχρόνως εξασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού. Άνθρωπος ευσεβής και ελεήμων, μοίραζε ψωμιά στους φτωχούς και έκανε συχνά επισκέψεις στους φυλακισμένους. Η ειδωλολατρική μανία όμως κατά των χριστιανών εκδηλώθηκε με το φόνο μιας ομάδας χριστιανών νέων, στα νερά μιας λίμνης. Τη νύχτα ο Θεόδοτος, άνδρας με θάρρος και θερμή πίστη στο Χριστό, έβγαλε από τη λίμνη τα τίμια λείψανα των νέων και τα έθαψε.

Η ενέργειά του αυτή καταγγέλθηκε στον έπαρχο Θεότεκνο, που αμέσως τον συνέλαβε και τον ανέκρινε. Ο Θεόδοτος παραδέχθηκε την ενέργειά του και ο έπαρχος του είπε ότι οι χριστιανοί δε σέβονται καμιά εξουσία και ότι είναι οι πιο μικροπρεπείς και μηδαμινοί των ανθρώπων. Τότε ο Θεόδοτος, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, απάντησε: «Πράγματι, έπαρχε, οι χριστιανοί γνωρίζουν πόσο μηδαμινοί είναι, διότι μόνο αυτοί είναι ικανοί να γνωρίζουν την υπέροχη και ασύγκριτη μεγαλειότητα του Θεού και να κατανοούν την άβυσσο της ανθρώπινης ασθένειας, όταν είναι γυμνή από τη θεία χάρη.

Έπειτα, γνώριζε ότι ο τελευταίος των χριστιανών, που έχει ελεηθεί από το Χριστό και φέρει τον αρραβώνα της αιώνιας βασιλείας, είναι ανώτερος και λαμπρότερος από τους ειδωλολάτρες βασιλείς, οι όποιοι αύριο θα είναι ντροπή και ατιμία μπροστά στο αδέκαστο κριτήριο της θείας δικαιοσύνης». Ο έπαρχος, εξοργισμένος από τα λόγια του Θεόδοτου, διέταξε και του έσχισαν τα πλευρά και τελικά τον αποκεφάλισαν, κερδίζοντας έτσι το στεφάνι του μαρτυρίου.

Επιμέλεια: Ε.Μ.Γρ.