Ἀχιλλείου Λαρίσης

 

 

 

 

 

 

 

 

 Καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. ο νεανικός του πόθος, τον έφερε στους άγιους Τόπους και κατόπιν στη Ρώμη. Εκεί επιδόθηκε στο Ιερό έργο του Ίεροκήρυκα, διδάσκοντας ακατάπαυστα το θείο λόγο σε πόλεις και χωριά, αψηφώντας ανάγκες, βρισιές, διωγμούς και ταλαιπωρίες.

 Οι μεγάλες και σπουδαίες υπηρεσίες του, τον άνέδειξαν επίσκοπο Λαρίσης. Από τη νέα του θέση ο Άχίλλιος, υπήρξε ο πνευματικός αρχηγός και διδάσκαλος, αυτός πού έλεγε και έπραττε. Κήρυττε κάθε μέρα, βοηθούσε τίς χήρες, προστάτευε τα ορφανά, ανακούφιζε τους φτωχούς, υπεράσπιζε τους αδικημένους, ήταν ο άγρυπνος φύλακας και φρουρός της παρακαταθήκης της πίστεως και του ποιμνίου πού του εμπιστεύτηκαν.

 Ο Άχίλλιος διακρίθηκε και στην Α' Οικουμενική σύνοδο οτη Νίκαια, εναντίον του Αρείου. Και τότε ο μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τίς αρετές του, του έδωσε μεγάλη χρηματική δωρεά την οποία, όταν ο Άχίλλιος επέστρεψε στη Λάρισα, διέθεσε για να κτίσει ναούς και για τη μέριμνα των ασθενών και των φτωχών. Όταν προαισθάνθη κε το θάνατο του, κάλεσε κοντά του όλους τους Ιερείς της επισκοπής του και τους έδωσε πατρικές συμβουλές για τα καθήκοντα τους. Το λείψανο του, μέχρι τον 10ο αιώνα κοσμούσε τη Λάρισα. Το άρπαξαν όμως οι Βούλγαροι όταν εισέβαλαν στη Θεσσαλία.